Anonymous

χαρίσιος: Difference between revisions

From LSJ
46
(Bailly1_5)
(46)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qu’on donne en signe de reconnaissance : τὸ χαρίσιον la plante d’amour, <i>sorte de plante qui croissait sur le Taygète et dont les Lacédémoniennes usaient comme de philtre</i>.<br />'''Étymologie:''' [[χάρις]].
|btext=α, ον :<br />qu’on donne en signe de reconnaissance : τὸ χαρίσιον la plante d’amour, <i>sorte de plante qui croissait sur le Taygète et dont les Lacédémoniennes usaient comme de philtre</i>.<br />'''Étymologie:''' [[χάρις]].
}}
{{grml
|mltxt=-ία, -ον, ΜΑ<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χαρίσιον</i><br />[[δώρο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[χάρη]], [[ευχαριστήριος]] («Ζηνί τε καὶ Νεμέῃ τί χαρίσιον [[ἕδνον]] [[ὀφείλω]]», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[χαρίσιος]]<br />α) (συν. σε [[συνεκφορά]] με το <i>πλακοῡς</i>) [[είδος]] γλυκίσματος<br />β) [[θεός]] στον οποίο προσέφεραν το δεύτερο [[ποτήρι]] σε [[συμπόσιο]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ χαρισία</i><br />(συν. σε [[συνεκφορά]] με το [[βοτάνη]]) [[είδος]] μαγικού βοτάνου<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ χαρίσια</i><br />(ενν. <i>ιερά</i>) τα [[χαριτήσια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χάρις]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίσιος]], [[κατά]] το <i>ἀφροδ</i>-[[ίσιος]]].
}}
}}