Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑπόσκοπος: Difference between revisions

From LSJ
44
(6_17)
(44)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπόσκοπος''': -ον, ὁ [[ὑποκάτω]] τοῦ ὁποίου βλέπει τις, χεὶρ ὑπ., τεθειμένη [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ἐπισκιάζῃ τοὺς ὀφθαλμούς, «ὑπόσκοπον χέρα· Αἰσχύλος (Ἀποσπ. 330)· [[ὥσπερ]] οἱ ἀποσκοποῦντες, οὕτω κελεύει σχηματίσας τὴν χεῖρα, καθάπερ τοὺς Πᾶνας ποιοῦσι» Ἡσύχ. πρβλ. Sil. Ital. 13. 341, καὶ ἴδε ἐν λ. [[σκώψ]].
|lstext='''ὑπόσκοπος''': -ον, ὁ [[ὑποκάτω]] τοῦ ὁποίου βλέπει τις, χεὶρ ὑπ., τεθειμένη [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ἐπισκιάζῃ τοὺς ὀφθαλμούς, «ὑπόσκοπον χέρα· Αἰσχύλος (Ἀποσπ. 330)· [[ὥσπερ]] οἱ ἀποσκοποῦντες, οὕτω κελεύει σχηματίσας τὴν χεῖρα, καθάπερ τοὺς Πᾶνας ποιοῦσι» Ἡσύχ. πρβλ. Sil. Ital. 13. 341, καὶ ἴδε ἐν λ. [[σκώψ]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός, [[κάτω]] από την [[σκιά]] του οποίου βλέπει [[κάποιος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ὑπόσκοπος]] [[χείρ]]» — [[χέρι]] που [[είναι]] τοποθετημένο [[έτσι]] ώστε να παρέχει [[σκιά]] στους οφθαλμούς και να διευκολύνει την όραση (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκοπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκοπός]] <span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), <b>πρβλ.</b> [[κατά]]-<i>σκοπος</i>].
}}
}}