Anonymous

χόλιξ: Difference between revisions

From LSJ
647 bytes added ,  29 September 2017
46
(Bailly1_5)
(46)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=[[χόλικος]] (ἡ) :<br />boyau ; <i>d’ord.</i> [[αἱ]] χόλικες tripes.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[χολάδες]].
|btext=[[χόλικος]] (ἡ) :<br />boyau ; <i>d’ord.</i> [[αἱ]] χόλικες tripes.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[χολάδες]].
}}
{{grml
|mltxt=-ικος, ή, και μτγν<br />τ. [[χόλιξ]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>αἱ χόλικες</i><br />τα έντερα του βοδιού («ἤ βοϊδαρίων τις ἀπέκτεινε ζεῡγος, χολίκων ἐπιθυμών;», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (σπαν. στον εν.) [[είδος]] ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. της λ. [[χολάς]], σχηματισμένος με διαφορετικό [[επίθημα]], πιθ. αναλογικά [[προς]] τον τ. [[ἕλιξ]].
}}
}}