Anonymous

τετράσχιστος: Difference between revisions

From LSJ
41
(6_16)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τετράσχιστος''': -ον, ἐσχισμένος ἢ διῃρημένος εἰς τέσσαρα μέρη, Γλωσσ.
|lstext='''τετράσχιστος''': -ον, ἐσχισμένος ἢ διῃρημένος εἰς τέσσαρα μέρη, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />σχισμένος ή διαιρεμένος σε [[τέσσερα]] κομμάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σχιστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[σχίζω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>σχιστος</i>].
}}
}}