3,271,347
edits
(c1) |
(45) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1318.png Seite 1318]] ἡ, seltnere Form statt [[φυσιογνωμονία]], Lob. Phryn. 383. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1318.png Seite 1318]] ἡ, seltnere Form statt [[φυσιογνωμονία]], Lob. Phryn. 383. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σύνολο]] χαρακτηριστικών του προσώπου που έχουν έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα και εκφράζουν την [[προσωπικότητα]], την ψυχική [[διάθεση]]<br /><b>2.</b> <b>οικολ.</b> τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ή η γενική [[εμφάνιση]] και η [[δομή]] μιας φυτοκοινωνίας ή της βλάστησης μιας περιοχής<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> εξέχουσα, ιδιάζουσα [[προσωπικότητα]] («πρόκειται για επιστημονική [[φυσιογνωμία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εσφ. γρφ. του τ. [[φυσιογνωμονία]]<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> [[εξέταση]] τών φυσικών αιτίων και φαινομένων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φυσιο</i>- (για τη [[μορφή]] <b>βλ. λ.</b> [[φύση]]) <span style="color: red;">+</span> [[γνώμη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>. Ο τ. [[φυσιογνωμία]], [[καθώς]] και οι τ. [[φυσιογνωμικός]] και <i>φυσιογνωμῶ</i>, [[είναι]] εσφ. [[αντί]] τών ορθών [[φυσιογνωμονία]], [[φυσιογνωμονικός]] και <i>φυσιογνωμονῶ</i>]. | |||
}} | }} |