συνθεατής: Difference between revisions

40
(Bailly1_5)
(40)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />spectateur avec d’autres.<br />'''Étymologie:''' [[συνθεάομαι]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />spectateur avec d’autres.<br />'''Étymologie:''' [[συνθεάομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. ξυνθεατής, ό, θηλ. [[συνθεάτρια]], Α [[συνθεῶμαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που κάθεται και παρακολουθεί [[θέατρο]] [[μαζί]] με άλλον<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> (για ηθοποιούς, μίμους) [[συνάδελφος]] [[ηθοποιός]].
}}
}}