Anonymous

σύνηλυς: Difference between revisions

From LSJ
40
(6_22)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύνηλῠς''': ῠδος, ὁ, ἡ, ὁ ἐρχόμενος [[ὁμοῦ]] μετά τινος, συνερχόμενος, αὐτὸς [[ὁμοῦ]] γνωτοί τε συνήλυδες Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 2. 65, 17, 75. κτλ.˙ πρβλ. [[σύγκλυς]].
|lstext='''σύνηλῠς''': ῠδος, ὁ, ἡ, ὁ ἐρχόμενος [[ὁμοῦ]] μετά τινος, συνερχόμενος, αὐτὸς [[ὁμοῦ]] γνωτοί τε συνήλυδες Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 2. 65, 17, 75. κτλ.˙ πρβλ. [[σύγκλυς]].
}}
{{grml
|mltxt=-υδος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έρχεται ή πορεύεται [[μαζί]] με άλλον<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αυτός που συγκεντρώνεται στο ίδιο [[σημείο]] με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλυς</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>εληθ</i>-, συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>ελευθ</i>-, <b>πρβλ.</b> [[ἐλεύσομαι]], μελλ. του ρ. [[ἐλεύθω]] «[[έρχομαι]]») με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως (<b>πρβλ.</b> <i>ἔπ</i>-<i>ηλυς</i>)].
}}
}}