Anonymous

συντριβής: Difference between revisions

From LSJ
40
(6_8)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συντρῐβής''': -ές, συνδιατρίβων, συνών. «[[συντριβής]]· συνδιατρίβουσα, συνοῦσα» Ἡσύχ.· εἰθισμένος εἴς τι, τινι Προκόπ.
|lstext='''συντρῐβής''': -ές, συνδιατρίβων, συνών. «[[συντριβής]]· συνδιατρίβουσα, συνοῦσα» Ἡσύχ.· εἰθισμένος εἴς τι, τινι Προκόπ.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α [[συντρίβω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ζει [[μαζί]] με κάποιον<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[συνηθισμένος]] σε [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον<br /><b>3.</b> συντετριμμένος.
}}
}}