3,277,242
edits
(6_8) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συντρῐβής''': -ές, συνδιατρίβων, συνών. «[[συντριβής]]· συνδιατρίβουσα, συνοῦσα» Ἡσύχ.· εἰθισμένος εἴς τι, τινι Προκόπ. | |lstext='''συντρῐβής''': -ές, συνδιατρίβων, συνών. «[[συντριβής]]· συνδιατρίβουσα, συνοῦσα» Ἡσύχ.· εἰθισμένος εἴς τι, τινι Προκόπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Α [[συντρίβω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ζει [[μαζί]] με κάποιον<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[συνηθισμένος]] σε [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον<br /><b>3.</b> συντετριμμένος. | |||
}} | }} |