Anonymous

σύσσιτος: Difference between revisions

From LSJ
40
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui mange avec ; ὁ [[σύσσιτος]] convive, commensal.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[σῖτος]].
|btext=ος, ον :<br />qui mange avec ; ὁ [[σύσσιτος]] convive, commensal.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[σῖτος]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σύσσιτος]], -ον, ΝΑ, και αττ. τ. ξύσσιτος, -ον, Α<br />αυτός που συντρώγει με κάποιον, [[ομοτράπεζος]] («καὶ τὸ χρῆσθαι συσσίτοις καὶ συνημερευταῑς ξενικοῑς μᾱλλον ἤ πολιτικοῑς τυραννικόν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μέλος]] του κοινού δειπνητηρίου στο Μουσείο της Αλεξάνδρειας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]]), <b>πρβλ.</b> [[παρά]]-<i>σιτος</i>].
}}
}}