Anonymous

σφηκίον: Difference between revisions

From LSJ
40
(6_21)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σφηκίον''': τό, κυψελίδιον ἐν τῇ φωλεᾷ σφηκῶν, ὡς τὸ [[κηρίον]] ἐν τῇ τῶν μελισσῶν, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστορ. 9. 41, 6, κ. ἀλλ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 7, Αἰλ. π. Ζ. 4. 39. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ [[σφήξ]], Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 387Β.
|lstext='''σφηκίον''': τό, κυψελίδιον ἐν τῇ φωλεᾷ σφηκῶν, ὡς τὸ [[κηρίον]] ἐν τῇ τῶν μελισσῶν, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστορ. 9. 41, 6, κ. ἀλλ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 7, Αἰλ. π. Ζ. 4. 39. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ [[σφήξ]], Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 387Β.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[σφήξ]], -<i>ηκός</i>]<br /><b>1.</b> κυψελίδιο στη [[φωλιά]] [[σφηκών]] («τοῡ μετοπώρου τελευτῶντος πλεῑστα καὶ μέγιστα γίνεσθαι σφηκία», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> υποκορ. του [[σφήξ]].
}}
}}