Anonymous

σχετλιαστικός: Difference between revisions

From LSJ
40
(6_11)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σχετλιαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἐκφράζων σχετλιασμόν, ἀγανάκτησιν, κλπ., [[ἐπίρρημα]] Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1.
|lstext='''σχετλιαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἐκφράζων σχετλιασμόν, ἀγανάκτησιν, κλπ., [[ἐπίρρημα]] Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό/ [[σχετλιαστικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σχετλιάζω]]<br />αυτός που εκφράζει ή δηλώνει σχετλιασμό, [[παράπονο]] ή [[αγανάκτηση]] και [[οργή]] («σχετλιαστικά επιφωνήματα» — τα επιφωνήματα που δηλώνουν [[οδύνη]] ή [[αγανάκτηση]] όπως [[οἴμοι]], <i>φεῡ</i>, [[αλίμονο]], <i>αχ</i>, <i>πω πω</i> <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σχετλιαστικώς</i> / <i>σχετλιαστικῶς</i> ΝΜ, και <i>σχετλιαστικά</i> Ν<br />με σχετλιαστικό τρόπο.
}}
}}