Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σωματώδης: Difference between revisions

From LSJ
40
(6_7)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σωμᾰτώδης''': -ες, = [[σωματοειδής]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20. 6· τὰ σωματώδη ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Γεν. 2. 3. 19, κ. ἀλλ. - Συγκρ. καὶ ὑπερθετ. -έστερος, -έστατος, ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 1. 37, 2, περὶ Ζ. Μορ. 2. 1, 17.
|lstext='''σωμᾰτώδης''': -ες, = [[σωματοειδής]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20. 6· τὰ σωματώδη ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Γεν. 2. 3. 19, κ. ἀλλ. - Συγκρ. καὶ ὑπερθετ. -έστερος, -έστατος, ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 1. 37, 2, περὶ Ζ. Μορ. 2. 1, 17.
}}
{{grml
|mltxt=-ες / [[σωματώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[σώμα]], <i>σώματος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εύσωμος]], αυτός που έχει ανεπτυγμένο, ογκώδες [[σώμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />πηγμένος, στερεοποιημένος, [[στερεός]] («πᾱν δὲ [[γάλα]] ἔχει ἰχῶρα ὑδατώδη, ὃ καλεῑται ὀρὸς καὶ σωματῶδες, ὃ καλεῑται [[τυρός]]», <b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σωματωδῶς</i> Μ<br />[[κατά]] τρόπο σωματώδη, με [[στερεοποίηση]], με [[πήξη]].
}}
}}