Anonymous

σφραγιστός: Difference between revisions

From LSJ
40
(6_10)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σφρᾱγιστός''': -ή, -όν, ἐσφραγισμένος, σεσημειωμένος διὰ τῆς δημοσίας σφραγῖδος, [[μέτρον]] Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 67.
|lstext='''σφρᾱγιστός''': -ή, -όν, ἐσφραγισμένος, σεσημειωμένος διὰ τῆς δημοσίας σφραγῖδος, [[μέτρον]] Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 67.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σφραγιστός]], -ή, -όν, ΝΑ [[σφραγίζω]]<br />αυτός που έχει σφραγιστεί, που φέρει [[αποτύπωμα]] σφραγίδας, σφραγισμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br />ερμητικά [[κλειστός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]]) σφραγισμένος με [[δημόσια]] [[σφραγίδα]], με την επίσημη [[σφραγίδα]] της πολιτείας<br /><b>2.</b> [[σημαδεμένος]] με [[οτιδήποτε]] («καμήλους... σφραγιστούς», πάπ.).
}}
}}