Anonymous

σφυγματώδης: Difference between revisions

From LSJ
40
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />agité de pulsations ; τὸ σφυγματῶδες le mouvement des pulsations.<br />'''Étymologie:''' *σφύγμα, c. [[σφυγμός]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />agité de pulsations ; τὸ σφυγματῶδες le mouvement des pulsations.<br />'''Étymologie:''' *σφύγμα, c. [[σφυγμός]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=-ῶδες, ΜΑ<br />αυτός που πάλλεται όπως ο [[σφυγμός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σφυγματωδῶς</i> Α<br />με σφυγματώδη τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφυγμός]]. Το επίθ. [[είναι]] σχηματισμένο μέσω ενός αμάρτυρου ουδ. <i>σφύγμα</i>, -<i>ατος</i>].
}}
}}