Anonymous

ταγηνοκνισοθήρας: Difference between revisions

From LSJ
40
(6_19)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰγηνοκνῑσοθήρας''': -ου, ὁ θηρεύων τὴν κνῖσαν τῶν τηγανιζομένων, ἐπὶ παρασίτου, Εὔπολις ἐν «Κόλαξιν» 4· ἀμφισβητεῖται ὑπὸ τοῦ Λοβ. εἰς Φρύν. 627 κἑξ., ἀλλ’ ὅρα Meineke ἔνθ’ ἀνωτ.
|lstext='''τᾰγηνοκνῑσοθήρας''': -ου, ὁ θηρεύων τὴν κνῖσαν τῶν τηγανιζομένων, ἐπὶ παρασίτου, Εὔπολις ἐν «Κόλαξιν» 4· ἀμφισβητεῖται ὑπὸ τοῦ Λοβ. εἰς Φρύν. 627 κἑξ., ἀλλ’ ὅρα Meineke ἔνθ’ ἀνωτ.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(για [[παράσιτο]]) αυτός που του αρέσει να μυρίζει, να αναπνέει την [[τσίκνα]] τηγανισμένων φαγητών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κωμική λ. <span style="color: red;"><</span> [[τάγηνον]] «[[τηγάνι]]» <span style="color: red;">+</span> [[κνίσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θήρας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θήρα]] «[[κυνήγι]]»)].
}}
}}