Anonymous

τελμίς: Difference between revisions

From LSJ
41
(6_12)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τελμίς''': -ῖνος, ὁ, ὡς τὸ [[τέλμα]] ΙΙ, ὁ ἐκ τῶν τελμάτων πηλός, Φώτ., «[[τελμίς]]· ἡ ἐν τοῖς τέλμασιν ὑφισταμένη [[ἰλὺς]]» Ἡσύχ., Ἰσαῖος ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 751, 24 ἐν λ. [[τέλμα]].
|lstext='''τελμίς''': -ῖνος, ὁ, ὡς τὸ [[τέλμα]] ΙΙ, ὁ ἐκ τῶν τελμάτων πηλός, Φώτ., «[[τελμίς]]· ἡ ἐν τοῖς τέλμασιν ὑφισταμένη [[ἰλὺς]]» Ἡσύχ., Ἰσαῖος ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 751, 24 ἐν λ. [[τέλμα]].
}}
{{grml
|mltxt=-ῑνος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[πηλός]] ή [[λάσπη]] που χρησιμοποιείται ως οικοδομικό υλικό<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[τελμίς]]<br />ἡ ἐν τοῑς τέλμασιν ὑφισταμένη [[ἰλύς]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[τέλμα]], με [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -<i>ῖνος</i>, πιθ. αναλογικά [[προς]] τον τ. <i>θίς</i>, -<i>ινός</i> «[[ακτή]], [[παραλία]]» (<b>πρβλ.</b> και [[ῥῆγμα]]: <i>ῥηγμίς</i>)].
}}
}}