Anonymous

τελειωτικός: Difference between revisions

From LSJ
41
(6_11)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τελειωτικός''': -ή, -όν, ὁ τελειοποιῶν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν νὰ τελειοποιῇ, ἡ τελειωτικὴ [[ἀγάπη]] Κλήμ. Ἀλεξ. 800· [[ἀλλά]], [[σοφία]] τελεωτικὴ [[αὐτόθι]] 448.
|lstext='''τελειωτικός''': -ή, -όν, ὁ τελειοποιῶν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν νὰ τελειοποιῇ, ἡ τελειωτικὴ [[ἀγάπη]] Κλήμ. Ἀλεξ. 800· [[ἀλλά]], [[σοφία]] τελεωτικὴ [[αὐτόθι]] 448.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[τελειωτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[τελειωτικός]], -ή, όν, Α [[τελειῶ</i>, -<i>ώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανέκκλητος]], [[οριστικός]] («τελειωτική [[απάντηση]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που φέρνει το [[τέλος]] («τελειωτικό [[χτύπημα]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που οδηγεί στην [[τελείωση]] («[[σοφία]] τελειωτική», Κλήμ. Αλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τελειωτικώς]] / <i>τελειωτικῶς</i> ΝΑ, και <i>τελειωτικά</i> Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />οριστικά, αμετάκλητα<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατά]] τρόπο που οδηγεί στην [[τελείωση]].
}}
}}