3,273,773
edits
(6_11) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τελειωτικός''': -ή, -όν, ὁ τελειοποιῶν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν νὰ τελειοποιῇ, ἡ τελειωτικὴ [[ἀγάπη]] Κλήμ. Ἀλεξ. 800· [[ἀλλά]], [[σοφία]] τελεωτικὴ [[αὐτόθι]] 448. | |lstext='''τελειωτικός''': -ή, -όν, ὁ τελειοποιῶν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν νὰ τελειοποιῇ, ἡ τελειωτικὴ [[ἀγάπη]] Κλήμ. Ἀλεξ. 800· [[ἀλλά]], [[σοφία]] τελεωτικὴ [[αὐτόθι]] 448. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[τελειωτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[τελειωτικός]], -ή, όν, Α [[τελειῶ</i>, -<i>ώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανέκκλητος]], [[οριστικός]] («τελειωτική [[απάντηση]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που φέρνει το [[τέλος]] («τελειωτικό [[χτύπημα]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που οδηγεί στην [[τελείωση]] («[[σοφία]] τελειωτική», Κλήμ. Αλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τελειωτικώς]] / <i>τελειωτικῶς</i> ΝΑ, και <i>τελειωτικά</i> Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />οριστικά, αμετάκλητα<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατά]] τρόπο που οδηγεί στην [[τελείωση]]. | |||
}} | }} |