Anonymous

τερατούργημα: Difference between revisions

From LSJ
41
(6_22)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τερᾰτούργημα''': τό, τεράτευα, Θεοφύλ. Σιμ. 80. 17, θαυμαστὴ [[πρᾶξις]], Μεθόδ. 372C.
|lstext='''τερᾰτούργημα''': τό, τεράτευα, Θεοφύλ. Σιμ. 80. 17, θαυμαστὴ [[πρᾶξις]], Μεθόδ. 372C.
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[τερατουργῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> τερατώδες [[έργο]]<br /><b>2.</b> αποτρόπαιη [[πράξη]], [[ενέργεια]] ιδιάζουσας ανηθικότητας και εγκληματικότητας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πράξη]] που προκαλεί [[έκπληξη]], θαυμασμό και φόβο, [[θαύμα]]<br /><b>2.</b> [[αφήγηση]] θαυμαστών φυσικών φαινομένων και, γενικά αλλόκοτων, παράξενων πραγμάτων, [[τερατολογία]].
}}
}}