Anonymous

τέρυς: Difference between revisions

From LSJ
467 bytes added ,  29 September 2017
41
(6_22)
(41)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''τέρυς''': -υος, ὁ, ἡ ([[τείρω]]) = [[ἀσθενής]], [[λεπτός]], «τέρυ· ἀσθενές, [[λεπτὸν]]» Ἡσύχ., «τέρυας ἵππους· οὕτω λέγονται ὅσοι ἀδ[δ]ηφάγοι [[εἰσί]]. [[ἔνιοι]] τοὺς ἀσθενεῖς» - ὁ αὐτ. μνημονεύει καί: «τερύνης - τετριμμένος [[ὄνος]]».
|lstext='''τέρυς''': -υος, ὁ, ἡ ([[τείρω]]) = [[ἀσθενής]], [[λεπτός]], «τέρυ· ἀσθενές, [[λεπτὸν]]» Ἡσύχ., «τέρυας ἵππους· οὕτω λέγονται ὅσοι ἀδ[δ]ηφάγοι [[εἰσί]]. [[ἔνιοι]] τοὺς ἀσθενεῖς» - ὁ αὐτ. μνημονεύει καί: «τερύνης - τετριμμένος [[ὄνος]]».
}}
{{grml
|mltxt=-υος, ὁ, ἡ, [[τέρυ]] Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) (η αιτ. πληθ. του αρσ.) <i>τέρυας</i><br />«ἵππους<br />οὕτω λέγονται ὅσοι ἀδηφάγοι [[εἰσί]]<br />[[ἔνιοι]] τοὺς ἀσθενεῑς» <br />β) [[τέρυ]]<br />«ἀσθενές, [[λεπτόν]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[τέρην]].
}}
}}