Anonymous

τέρμα: Difference between revisions

From LSJ
5,228 bytes added ,  29 September 2017
41
(SL_2)
(41)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[τέρμα]] (τέρμ(α) nom., acc., -ασιν.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> starting, [[finishing]] [[mark]] [[δωδεκάγναμπτον]] περὶ [[τέρμα]] δρόμου (O. 3.33) ἔστασεν γὰρ ἅπαντα χορὸν ἐν τέρμασιν αὐτίκ' ἀγῶνος (P. 9.114) met., ἀπομνύω μὴ [[τέρμα]] προβαὶς ἄκονθ' ὥτε χαλκοπάρᾳον ὄρσαι θοὰν γλῶσσαν (N. 7.71) καὶ δεύτερον [[ἆμαρ]] ἐτείων τέρμ' ἀέθλων γίνεται, ἰσχύος [[ἔργον]] (Er. Schmid: ἀέθλων [[τέρμα]] codd.: i. e. ends in a [[trial]] of [[strength]]) (I. 4.67)
|sltr=[[τέρμα]] (τέρμ(α) nom., acc., -ασιν.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> starting, [[finishing]] [[mark]] [[δωδεκάγναμπτον]] περὶ [[τέρμα]] δρόμου (O. 3.33) ἔστασεν γὰρ ἅπαντα χορὸν ἐν τέρμασιν αὐτίκ' ἀγῶνος (P. 9.114) met., ἀπομνύω μὴ [[τέρμα]] προβαὶς ἄκονθ' ὥτε χαλκοπάρᾳον ὄρσαι θοὰν γλῶσσαν (N. 7.71) καὶ δεύτερον [[ἆμαρ]] ἐτείων τέρμ' ἀέθλων γίνεται, ἰσχύος [[ἔργον]] (Er. Schmid: ἀέθλων [[τέρμα]] codd.: i. e. ends in a [[trial]] of [[strength]]) (I. 4.67)
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> το τελικό [[σημείο]] ή όριο χώρου ή χρόνου στο οποίο καταλήγει [[κανείς]] ή περατώνεται [[κάτι]], [[τέλος]], [[πέρας]] (α. «[[τέρμα]] οδού» β. «[[τέρμα]] του καλοκαιριού» γ. «[[οἶσθα]] γὰρ εὖ [[περί]] τέρμαθ' ἑλισσέμεν», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />δ. «[[τέρμα]] κελεύθου διαμειψάμενος», <b>Αισχύλ.</b><br />ε. «πήποτε μόχθων χρὴ τέρματα τῶνδ' ἐπιτεῑλαι», Αισχύλ)<br /><b>2.</b> [[τερματισμός]], [[λήξη]] (α. «το [[τέρμα]] της συνεδρίασης» β. «πλούτου δ' οὐδὲν [[τέρμα]] πεφασμένον ἀνθρώποισι», <b>Θέογν.</b>)<br /><b>3.</b> το [[σημείο]] ή η [[γραμμή]] που δείχνει την [[κατάληξη]] ενός αγώνα δρόμου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «το [[τέρμα]] του βίου» και «βιότου [[τέρμα]]» — τα [[βαθιά]] [[γεράματα]] ή το [[τέλος]] της ζωής, ο [[θάνατος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (στο [[ποδόσφαιρο]], στην [[υδατοσφαίριση]] και στη [[χειροσφαίριση]]) η [[εστία]] μιας ομάδας, που ορίζεται από δοκάρια και δίχτια και την οποία [[πρέπει]] να παραβιάσει ο [[αντίπαλος]] ρίχνοντας την [[μπάλα]] για να σημειώσει [[επιτυχία]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) το [[πέρασμα]] της μπάλας [[πέρα]] από τη [[γραμμή]] της εστίας, [[γκολ]] («σημείωσε [[πέντε]] τέρματα»)<br /><b>3.</b> [[τελευταίος]] [[σταθμός]] συγκοινωνιακής γραμμής<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[τελικός]] [[σκοπός]], [[κατάληξη]] δράσης ή ενέργειας («το [[τέρμα]] τών προσπαθειών του»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[θέτω]] [ή [[βάζω]]] [[τέρμα]] στη ζωή μου» — [[αυτοκτονώ]]<br /><b>μσν.</b><br />(<b>ως επίρρ.</b>) [[τέρμα]]<br />επιτέλους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με ειδική σημ.) α) ([[κατά]] την [[αρματοδρομία]]) το [[σημείο]] στο οποίο έπρεπε να κάνουν [[καμπή]] και να στρίψουν τα άρματα [[προς]] τα αριστερά, [[καμπτήρας]], [[νύσσα]]<br />β) το [[σημάδι]] με το οποίο καθόριζαν ώς πού έφθανε ο [[δίσκος]] που έριχνε [[ένας]] [[αθλητής]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) το ανώτερο [[σημείο]] το οποίο μπορεί να φτάσει [[κάποιος]] ή [[κάτι]], [[αποκορύφωμα]] (α. «[[τέρμα]] ἀέθλων» — το [[βραβείο]], <b>Πίνδ.</b><br />β. «τέρματα νίκης», Αρχέστρ.)<br /><b>3.</b> (με γεν.) η [[τελειότητα]] («[[τέρμα]] τέχνης», Παρρ.)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> α) [[έκβαση]], [[αποτέλεσμα]]<br />β) η ανώτατη [[εξουσία]] («τέρματα Κορίνθου ἔχω» — [[είμαι]] [[ηγεμόνας]] της Κορίνθου, <b>Σιμων.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐπὶ τέρματι» — επιτέλους (<b>Αισχύλ.</b>)<br />β) «ὑγείας [[τέρμα]]» — η [[υγεία]] (<b>Αισχύλ.</b>)<br />γ) «ἀγχόνης τέρματα» — [[θάνατος]] με απαγχονισμό (<b>Αισχύλ.</b>)<br />δ) «θανάτου [[τέρμα]]» — ο [[θάνατος]], <b>Ευρ.</b>)<br />ε) «[[τέρμα]] της σωτηρίας» — η [[σωτηρία]] (<b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[τέρμα]] έχει σχηματιστεί, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], από τη [[ρίζα]] <i>ter</i>- «[[τρυπώ]], [[περνώ]], [[διαπερνώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[τείρω]], [[τετραίνω]], [[τέρετρο]], [[τέρθρο]]), με την [[κατάληξη]] -<i>μα</i> τών ουδέτερων ουσιαστικών και συνδέεται με τα λατ. <i>termen</i>, -<i>inis</i> και <i>termo</i>, -<i>ō</i><i>nis</i> (<b>πρβλ.</b> [[τέρμων]]), [[καθώς]] και με το αρχ. ινδ. ρ. <i>tarati</i>, <i>tirati</i> «[[περνώ]] [[απέναντι]]». Στο ουδ. [[τέρμα]] αντιστοιχεί το αρσ. [[τέρμων]], -<i>ονος</i> (<b>πρβλ.</b> [[μνῆμα]]: [[μνήμων]]). Στις λ. [[τέρμα]], [[τέρμων]] και [[τέρθρον]] η [[ρίζα]] <i>ter</i>- «[[τρυπώ]], [[περνώ]]» χρησιμοποιείται με τη σημ. του [[διαπερνώ]], [[φθάνω]] ώς το [[τέλος]]].
}}
}}