Anonymous

ταὐτολογία: Difference between revisions

From LSJ
40
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />redite, tautologie.<br />'''Étymologie:''' [[ταὐτολόγος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />redite, tautologie.<br />'''Étymologie:''' [[ταὐτολόγος]].
}}
{{grml
|mltxt=η / [[ταὐτολογία]], ΝΜΑ [[ταὐτολόγος]]<br />το να λέει [[κανείς]] τα [[ίδια]] πράγματα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(λογ.)</b> [[πρόταση]] της οποίας το [[υποκείμενο]] και το [[κατηγορούμενο]] [[είναι]] ή εκφράζουν [[ίδια]] [[έννοια]], όπως λ.χ. <i>φως [[είναι]] αυτό που φωτίζει</i><br /><b>2.</b> (συμβολ. λογ.) [[πρόταση]] η οποία, στο [[πλαίσιο]] ενός τυπικού συστήματος, [[είναι]] [[αληθής]] όπως και αν ερμηνευθεί, όπως λ.χ. <i>εάν xείναι κόκκινο</i>, [[τότε]] το xείναι έγχρωμο</i>.
}}
}}