Anonymous

τευκτός: Difference between revisions

From LSJ
41
(6_10)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τευκτός''': -ή, -όν, = [[τυκτός]], Ἀντιφάν. ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 2, «τευκτόν· χειροποίητον, κατασκευαστὸν» Ἡσύχ., Σουΐδ.
|lstext='''τευκτός''': -ή, -όν, = [[τυκτός]], Ἀντιφάν. ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 2, «τευκτόν· χειροποίητον, κατασκευαστὸν» Ἡσύχ., Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[τεύχω]]<br />[[τυκτός]].
}}
}}