Anonymous

τηγανίζω: Difference between revisions

From LSJ
41
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=frire.<br />'''Étymologie:''' [[τήγανον]].
|btext=frire.<br />'''Étymologie:''' [[τήγανον]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και [[ταγηνίζω]] Α [[τήγανον]]/ [[τάγηνον]]<br />[[ψήνω]] [[κάτι]] στο [[τηγάνι]] [[μέσα]] σε καφτό [[λάδι]], [[βούτυρο]] ή [[λίπος]] (α. «[[τηγανίζω]] αβγά» β. «ἐξ ᾠῶν καὶ τυροῡ τετηγανισμένου», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[βασανίζω]], [[ταλαιπωρώ]] κάποιον<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[βασανίζω]] και [[θανατώνω]] στην [[πυρά]] (α. «ὁ [[πλούσιος]] πυρὶ τηγανιζόμενος [[μετὰ]] θάνατον», <b>Ευστ.</b><br />β. «ἐκέλευσε τῇ πυρᾷ προσάγειν ἔμπνουν καὶ τηγανίζειν», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>τηγανίζομαι</i><br /><b>μτφ.</b> φλέγομαι, έχω δυνατή [[επιθυμία]] για [[κάτι]] («ἐτηγανίζετο ἀναβῆναι, [[ὅπως]] σὲ παρακαλέσῃ εὐλαβεῑν αὐτήν», πάπ.).
}}
}}