Anonymous

τέρχνος: Difference between revisions

From LSJ
41
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ους (τό) :<br />branche, jeune pousse.<br />'''Étymologie:''' DELG -.
|btext=ους (τό) :<br />branche, jeune pousse.<br />'''Étymologie:''' DELG -.
}}
{{grml
|mltxt=και [[τρέχνος]], -εος, τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[νεαρός]] [[βλαστός]], [[βλαστάρι]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τέρχνεα</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐντάφια».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σχηματισμός σε -<i>νος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἔρ</i>-<i>νος</i>, <i>κτῆ</i>-<i>νος</i>), άγνωστης ετυμολ. Η σημ. που αποδόθηκε στη λ. από τον Ησύχιο «τέρχνεα<br />ἐντάφια» συνδέεται με το [[είδος]] τών νεκρικών θυσιών (<b>πρβλ.</b> και «[[κάρπωσις]]<br />[[θυσία]] Ἀφροδίτης</i>», Ησύχιος)].
}}
}}