Anonymous

τευχοπλάστις: Difference between revisions

From LSJ
41
(6_12)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τευχοπλάστις''': -ιδος, ἡ, τευχοποιός, ἡ κατασκευάζουσα τεύχη, ἀγγεῖα, τὴν τευχοπλάστιν παρθένον Λυκόφρ. 1379.
|lstext='''τευχοπλάστις''': -ιδος, ἡ, τευχοποιός, ἡ κατασκευάζουσα τεύχη, ἀγγεῖα, τὴν τευχοπλάστιν παρθένον Λυκόφρ. 1379.
}}
{{grml
|mltxt=-ιδος, ἡ, Α<br />αυτή που κατασκευάζει αγγεία («τευχοπλάστιν παρθένον», <b>Λυκόφρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τεῦχος]] <span style="color: red;">+</span> [[πλάστις]], θηλ. του [[πλάστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]])].
}}
}}