Anonymous

τιθασευτής: Difference between revisions

From LSJ
41
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui apprivoise ; <i>fig.</i> qui cajole, flatteur.<br />'''Étymologie:''' [[τιθασεύω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui apprivoise ; <i>fig.</i> qui cajole, flatteur.<br />'''Étymologie:''' [[τιθασεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, θηλ. τιθασεύτρια Α [[τιθασεύω]]<br />αυτός που τιθασεύει, [[δαμαστής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που κάνει κάποιον υποχείριό του, που τον υποτάσσει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που συνηθίζει να κολακεύει κάποιον.
}}
}}