Anonymous

τηκόλιθος: Difference between revisions

From LSJ
41
(6_18)
(41)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τηκόλῐθος''': -ον, ὁ τήκων ἢ διαλύων λίθους, [[φάρμακον]] θρυπτικὸν τῶν ἐν νεφροῖς λίθων, Παῦλ. Αἰγ. 7, Ἀέτ. 2, 19. - Ἦν δὲ ὁ [[τηκόλιθος]], [[λίθος]] ἐν Συρίᾳ τῆς Παλαιστίνης εὑρισκόμενος, λευκὸς τὴν χρόαν, ὠνομάζετο δὲ καὶ Ἰουδαϊκός.
|lstext='''τηκόλῐθος''': -ον, ὁ τήκων ἢ διαλύων λίθους, [[φάρμακον]] θρυπτικὸν τῶν ἐν νεφροῖς λίθων, Παῦλ. Αἰγ. 7, Ἀέτ. 2, 19. - Ἦν δὲ ὁ [[τηκόλιθος]], [[λίθος]] ἐν Συρίᾳ τῆς Παλαιστίνης εὑρισκόμενος, λευκὸς τὴν χρόαν, ὠνομάζετο δὲ καὶ Ἰουδαϊκός.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />(για [[φάρμακο]]) αυτός που διαλύει τις πέτρες τών νεφρών<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] πολύτιμου λίθου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τήκω]] <span style="color: red;">+</span> [[λίθος]] (<b>πρβλ.</b> <i>φιλό</i>-<i>λιθος</i>)].
}}
}}