3,273,006
edits
(6_18) |
(41) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τηκόλῐθος''': -ον, ὁ τήκων ἢ διαλύων λίθους, [[φάρμακον]] θρυπτικὸν τῶν ἐν νεφροῖς λίθων, Παῦλ. Αἰγ. 7, Ἀέτ. 2, 19. - Ἦν δὲ ὁ [[τηκόλιθος]], [[λίθος]] ἐν Συρίᾳ τῆς Παλαιστίνης εὑρισκόμενος, λευκὸς τὴν χρόαν, ὠνομάζετο δὲ καὶ Ἰουδαϊκός. | |lstext='''τηκόλῐθος''': -ον, ὁ τήκων ἢ διαλύων λίθους, [[φάρμακον]] θρυπτικὸν τῶν ἐν νεφροῖς λίθων, Παῦλ. Αἰγ. 7, Ἀέτ. 2, 19. - Ἦν δὲ ὁ [[τηκόλιθος]], [[λίθος]] ἐν Συρίᾳ τῆς Παλαιστίνης εὑρισκόμενος, λευκὸς τὴν χρόαν, ὠνομάζετο δὲ καὶ Ἰουδαϊκός. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />(για [[φάρμακο]]) αυτός που διαλύει τις πέτρες τών νεφρών<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] πολύτιμου λίθου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τήκω]] <span style="color: red;">+</span> [[λίθος]] (<b>πρβλ.</b> <i>φιλό</i>-<i>λιθος</i>)]. | |||
}} | }} |