3,273,401
edits
(Bailly1_5) |
(41) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> manteau grec;<br /><b>2</b> <i>à Rome</i> toge.<br />'''Étymologie:''' DELG terme étrusque. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> manteau grec;<br /><b>2</b> <i>à Rome</i> toge.<br />'''Étymologie:''' DELG terme étrusque. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[τήβεννα]] Α<br />χαρακτηριστικό χαλαρό εξωτερικό [[ένδυμα]] τών Ρωμαίων πολιτών, το οποίο αρχικά φορούσαν όλες οι κοινωνικές τάξεις και τα δύο φύλα, [[αλλά]] σταδιακά έπαυσαν να το φορούν οι γυναίκες, οι εργάτες και οι πατρίκιοι και αποτέλεσε το [[επίσημο]] [[ένδυμα]] του αυτοκράτορα και τών ανώτερων αξιωματούχων, καθ' όλη τη [[διάρκεια]] της αυτοκρατορίας («τὰ δὲ τοιαῡτα τῶν ἀμφιεσμάτων Ρωμαῑοι μὲν τόγας, Ἕλληνες δὲ τήβεννον καλοῡσι», Διον. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />μακρύ [[ένδυμα]], μαύρου [[συνήθως]] χρώματος, με διακοσμητικές ταινίες στα [[μανίκια]] και στον λαιμό, που φορούν δικαστές, [[μέλη]] της συγκλήτου τών πανεπιστημίων και άλλα πρόσωπα σε επίσημες εμφανίσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ., πιθ. ετρουσκικής προέλευσης. Η λ. αντιστοιχεί με το λατ. <i>toga</i>]. | |||
}} | }} |