Anonymous

τλησίπονος: Difference between revisions

From LSJ
41
(6_18)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τλησίπονος''': -ον, ὁ ὑπομένων τοὺς κόπους, [[καρτερικός]], Ὀππ. Κυν. 4. 4, Ἁλ. 1. 35. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τλησίπονος]]· [[τολμηρός]], [[καρτερικός]]».
|lstext='''τλησίπονος''': -ον, ὁ ὑπομένων τοὺς κόπους, [[καρτερικός]], Ὀππ. Κυν. 4. 4, Ἁλ. 1. 35. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τλησίπονος]]· [[τολμηρός]], [[καρτερικός]]».
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που υπομένει κόπους και ταλαιπωρίες, [[καρτερικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τλη</i>-<i>σι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>τλή</i>-<i>θυμος</i> και [[τάλας]]), σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] (<b>βλ. λ.</b> [[τέρπω]]) <span style="color: red;">+</span> [[πόνος]] (<b>πρβλ.</b> <i>λυσί</i>-<i>πονος</i>)].
}}
}}