Anonymous

τίλμα: Difference between revisions

From LSJ
728 bytes added ,  29 September 2017
41
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />poil épilé.<br />'''Étymologie:''' [[τίλλω]].
|btext=ατος (τό) :<br />poil épilé.<br />'''Étymologie:''' [[τίλλω]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[τίλλω]]<br />[[μοτός]], [[ξαντό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[στουπί]] από νήματα παλαιών λινών υφασμάτων και από ξέσματα βαμβακερών υφασμάτων που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό μεταλλικών σκευών, μηχανημάτων ή ως [[γάζα]] σε περιπτώσεις τραυματισμών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τίλση]]<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που μπορεί να αποσπαστεί ή να μαδηθεί<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ τίλματα</i>- <b>ιατρ.</b> διαστρέμματα.
}}
}}