Anonymous

τοξήρης: Difference between revisions

From LSJ
41
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />armé d’un arc.<br />'''Étymologie:''' [[τόξον]].
|btext=ης, ες :<br />armé d’un arc.<br />'''Étymologie:''' [[τόξον]].
}}
{{grml
|mltxt=-ῆρες, Α<br /><b>1.</b> οπλισμένος με [[τόξο]] («[[τοξήρης]] [[χείρ]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[τόξο]], [[τοξικός]] («τοξήρη σάγην», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που προέρχεται από [[τόξο]] («[[τοξήρης]] [[ψαλμός]]» — [[ήχος]] που παράγεται από [[χορδή]] τόξου, <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόξον]] <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (Ι), <b>πρβλ.</b> <i>ποδ</i>-[[ήρης]].
}}
}}