Anonymous

τρέφος: Difference between revisions

From LSJ
41
(6_6)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρέφος''': -εος, τό, = θρέμμα, ([[μετὰ]] διαφόρ. γραφ. [[βρέφος]]), σὺ δ’, ὦ σύαγρε, Πηλιωτικὸν [[τρέφος]] Σοφ. Ἀποσπ. 166.
|lstext='''τρέφος''': -εος, τό, = θρέμμα, ([[μετὰ]] διαφόρ. γραφ. [[βρέφος]]), σὺ δ’, ὦ σύαγρε, Πηλιωτικὸν [[τρέφος]] Σοφ. Ἀποσπ. 166.
}}
{{grml
|mltxt=-ους, τὸ, Α<br />[[θρέμμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τρέφ</i>- του [[τρέφω]], απ' όπου τα σύνθ. σε -<i>τρεφής</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἀνεμο</i>-<i>τρεφής</i>, <i>ἁπαλο</i>-<i>τρεφής</i>)].
}}
}}