3,277,055
edits
(6_17) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρίκροτος''': -ον, ὁ διὰ τριπλοῦ κτυπήματος τῶν κωπῶν κωπηλατούμενος, ἐπὶ τριήρους ἐχούσης [[τρεῖς]] στοίχους κωπῶν [[ἑκατέρωθεν]], Ἀριστείδ. 1. 539· πρβλ. [[δίκροτος]], [[μονόκροτος]]. | |lstext='''τρίκροτος''': -ον, ὁ διὰ τριπλοῦ κτυπήματος τῶν κωπῶν κωπηλατούμενος, ἐπὶ τριήρους ἐχούσης [[τρεῖς]] στοίχους κωπῶν [[ἑκατέρωθεν]], Ἀριστείδ. 1. 539· πρβλ. [[δίκροτος]], [[μονόκροτος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[τρίκροτος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τρίκροτο</i><br />παλαιό πολεμικό ιστιοφόρο [[πλοίο]] με [[τρία]] επάλληλα πυροβολεία<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[τρίκροτος]] [[σφυγμός]]» — [[δίκροτος]] [[σφυγμός]] που ακολοθείται από [[εκτακτοσυστολή]], [[έτσι]] ώστε στο [[σφυγμογράφημα]] να εμφανίζονται δύο επάρματα στο [[κατιόν]] [[σκέλος]] της καμπύλης του σφυγμού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για πολεμικό [[πλοίο]]) αυτός που κωπηλατείται με τριπλό [[χτύπημα]] τών κουπιών, αυτός που έχει και από τις δύο πλευρές [[τρεις]] σειρές κουπιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κρότος]] (<b>πρβλ.</b> <i>δί</i> -<i>κροτος</i>)]. | |||
}} | }} |