Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τροφικός: Difference between revisions

From LSJ
42
(6_11)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τροφικός''': -ή, -όν, ὁ τρέφων, εἰς τὸ τρέφειν ἀνήκων· - ἡ τροφικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]) [[Πολυδ]]. Ζ΄, 209.
|lstext='''τροφικός''': -ή, -όν, ὁ τρέφων, εἰς τὸ τρέφειν ἀνήκων· - ἡ τροφικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]) [[Πολυδ]]. Ζ΄, 209.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[τροφικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[τροφή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[θρέψη]] (α. «τροφικές διαταραχές» — διαταραχές που οφείλονται σε τοπικές ή γενικές βλάβες της θρέψεως ιστών ή οργάνων<br />β. «τροφική [[δηλητηρίαση]]» — [[δηλητηρίαση]] οφειλόμενη στη [[βρώση]] μολυσμένων τροφίμων)<br /><b>2.</b> αυτός που συντελεί στη [[θρέψη]] («τροφικά [[νεύρα]] και κέντρα» — νευρικά στοιχεία που ρυθμίζουν τη [[θρέψη]] τών οργάνων)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «τροφικές αλυσίδες» ή «αλυσίδες διατροφής»<br /><b>βιολ.</b> νοητές αλυσίδες που ενώνουν σε [[κάθε]] τους κρίκο ένα [[θήραμα]] και έναν θηρευτή του, όπως [[είναι]] λ.χ. η [[αλυσίδα]] [[φυτό]]-τρωκτικό-[[φίδι]]-[[γεράκι]]<br />β) «[[τροφικός]] [[τύπος]]»<br /><b>βιολ.</b> [[γενικός]] όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει οργανισμούς, οι οποίοι έχουν ταξινομηθεί σύμφωνα με τη χημική [[φύση]] τών θρεπτικών συστατικών από τα οποία έχουν [[ανάγκη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[τροφή]] ή στη [[διατροφή]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ τροφικά</i><br />τα όργανα που συντελούν στη [[θρέψη]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ τροφική</i><br />η [[εκτροφή]] και [[συντήρηση]] κοπαδιού, [[αγελαιοτροφία]].
}}
}}