Anonymous

τροφεύω: Difference between revisions

From LSJ
42
(6_14)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τροφεύω''': μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[τρέφω]], Ἑβδ. (Ἔξοδ. Β΄, 7), Φίλων 2. 83· - τροφέω [[εἶναι]] ἀμφίβ. [[τύπος]], ἴδε Λοβ. εἰς Φρύνιχον 589.
|lstext='''τροφεύω''': μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[τρέφω]], Ἑβδ. (Ἔξοδ. Β΄, 7), Φίλων 2. 83· - τροφέω [[εἶναι]] ἀμφίβ. [[τύπος]], ἴδε Λοβ. εἰς Φρύνιχον 589.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[τροφή]] / [[τροφός]]<br /><b>1.</b> [[τρέφω]], [[ανατρέφω]]<br /><b>2.</b> (για [[γυναίκα]]) [[είμαι]] [[τροφός]], [[παραμάννα]] («θέλεις καλέσω σοι γυναῑκα τροφεύουσαν», ΠΔ).
}}
}}