Anonymous

τύλωμα: Difference between revisions

From LSJ
42
(6_21)
(42)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τύλωμα''': τό, [[τύλος]], ἀποσκίρωμα ἐπὶ τοῦ ὤμου, Ἡσύχ. 2) τὸ [[πέλμα]] τοῦ ποδός, [[Πολυδ]]. Β΄, 198.
|lstext='''τύλωμα''': τό, [[τύλος]], ἀποσκίρωμα ἐπὶ τοῦ ὤμου, Ἡσύχ. 2) τὸ [[πέλμα]] τοῦ ποδός, [[Πολυδ]]. Β΄, 198.
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[τυλῶ</i>, -<i>ώνω]]<br />το [[αποτέλεσμα]] του [[τυλώνω]], σκληρό [[εξόγκωμα]] του δέρματος, [[συνήθως]] τών [[άκρων]], [[τύλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[υπερπλήρωση]], [[παραγέμισμα]] της κοιλιάς με φαγητά<br /><b>αρχ.</b><br />το [[πέλμα]] του ποδιού.
}}
}}