Anonymous

τρυπανίζω: Difference between revisions

From LSJ
42
(6_5)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῡπᾰνίζω''': διατρυπῶ διὰ τρυπάνου, «τρυπανίζεται· τρυπάνῳ πλήσσεται» Ἡσύχ.
|lstext='''τρῡπᾰνίζω''': διατρυπῶ διὰ τρυπάνου, «τρυπανίζεται· τρυπάνῳ πλήσσεται» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[τρύπανον]]<br />[[ανοίγω]] οπές με [[τρυπάνι]].
}}
}}