Anonymous

ὑγιαίνω: Difference between revisions

From LSJ
42
(T21)
(42)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=([[ὑγιής]]); from [[Herodotus]] [[down]]; to be [[sound]], to be [[well]], to be in [[good]] [[health]]: [[properly]], ὑγιαίνειν ἐν τῇ πίστει (Buttmann, § 133,19) is used of [[one]] whose Christian opinions are [[free]] from [[any]] [[admixture]] of [[error]], τῇ πίστει, τῇ [[ἀγάπη]], τῇ [[ὑπομονή]], (cf. Buttmann, as [[above]]), of [[one]] [[who]] keeps these graces [[sound]] and [[strong]], ἡ ὑγιαίνουσα [[διδασκαλία]], the [[sound]] i. e. true and incorrupt [[doctrine]], λόγοι ὑγιαίνοντες ([[Philo]] de Abrah. § 38), ὑγιαινουσαι [[περί]] [[θεῶν]] [[δόξαι]] καί ἀληθεῖς, [[Plutarch]], de aud. [[poet]]. c. 4).
|txtha=([[ὑγιής]]); from [[Herodotus]] [[down]]; to be [[sound]], to be [[well]], to be in [[good]] [[health]]: [[properly]], ὑγιαίνειν ἐν τῇ πίστει (Buttmann, § 133,19) is used of [[one]] whose Christian opinions are [[free]] from [[any]] [[admixture]] of [[error]], τῇ πίστει, τῇ [[ἀγάπη]], τῇ [[ὑπομονή]], (cf. Buttmann, as [[above]]), of [[one]] [[who]] keeps these graces [[sound]] and [[strong]], ἡ ὑγιαίνουσα [[διδασκαλία]], the [[sound]] i. e. true and incorrupt [[doctrine]], λόγοι ὑγιαίνοντες ([[Philo]] de Abrah. § 38), ὑγιαινουσαι [[περί]] [[θεῶν]] [[δόξαι]] καί ἀληθεῖς, [[Plutarch]], de aud. [[poet]]. c. 4).
}}
{{grml
|mltxt=[[ὑγιαίνω]], ΝΜΑ [[ὑγιής]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[υγιής]], χαρακτηρίζομαι από άρτια, φυσιολογική [[λειτουργία]] τών διαφόρων [[μερών]] του σώματός μου, [[είμαι]] [[γερός]]<br /><b>2.</b> (το β' εν. πρόσ. και στη νεοελλ. και το β' πληθ. προστ.) <i>υγίαινε</i> και <i>υγιαίνετε</i><br />[[προσφώνηση]] από κάποιον που πίνει στην [[υγεία]] κάποιου άλλου ή αποχαιρετιστήρια [[φράση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[υγιής]] στο [[μυαλό]], έχω σώας τας φρένας («οὐχ ὑγιαίνει, ἀλλὰ ληρεῑ τε και μαίνεται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (κατ επέκτ.) [[κρίνω]] σωστά μια [[κατάσταση]] ή ένα [[ζήτημα]] που άπτεται [[κυρίως]] της πολιτικής ή της θρησκευτικής ζωής (α. «οἱ ὑγιαίνοντες» — οι πολίτες που συμμορφώνονται στους κανονισμούς μιας πολιτείας, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τους ταραξίες και τους επαναστάτες, <b>Πλούτ.</b><br />β. «ὑγιαίνουσαι περὶ τοὺς θεοὺς δόξαι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για καταστάσεις, φαινόμενα) [[είμαι]] [[υγιεινός]] («ὑγιαίνων και [[τεταγμένος]] [[βίος]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>(μτβ.)</b> [[θεραπεύω]], [[ὑγιάζω]]<br /><b>5.</b> (η μτχ. αρσ. ενεργ. ενεστ. ως επίθ.) <i>ὑγιαίνων</i><br />ο [[υγιής]]<br /><b>6.</b> (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ ὑγιαῑνον</i><br />το υγιές [[τμήμα]] ενός συνόλου («τὸ δὲ ὑγιαῑνον τῆς Ἑλλάδος ἦ ὀλίγον...», <b>Ηρόδ.</b>).
}}
}}