Anonymous

ὑπανάστασις: Difference between revisions

From LSJ
43
(Bailly1_5)
(43)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de se lever par déférence <i>ou</i> pour faire place à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπανίσταμαι]].
|btext=εως (ἡ) :<br />action de se lever par déférence <i>ou</i> pour faire place à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπανίσταμαι]].
}}
{{grml
|mltxt=-άσεως, ἡ, Α [[ὑπανίστημι]]<br />το να σηκώνεται [[κανείς]] από τη [[θέση]] του για να καθήσει [[ένας]] [[άλλος]] («ὑπαναστάσει τιμᾱν τοὺς πρεσβυτέρους», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}