Anonymous

ὑπερώϊος: Difference between revisions

From LSJ
43
(Bailly1_5)
(43)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[ὑπερῷος]].
|btext=v. [[ὑπερῷος]].
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[ὑπερώιος]], -ωΐη, -ον, ΝΑ, θηλ. και -ος Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[υπερώα]] (α. «υπερώια οστά» β. «υπερώια [[απόφυση]]» γ. «υπερώια [[πτυχή]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «υπερώιο [[ιστίο]]»<br /><b>ανατ.</b> η μαλακή [[υπερώα]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο ὑπερῴος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. με τη νεοελλ. σημ. <span style="color: red;"><</span> [[υπερώα]], ενώ με την αρχ. σημ. [[είναι]] παρλλ. του [[ὑπερῷος]]].
}}
}}