Anonymous

ὑποκλάζω: Difference between revisions

From LSJ
43
(6_2)
(43)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποκλάζω''': [[ὀκλάζω]] ὀλίγον κατὰ μικρὸν [[κάμπτω]] τὰ γόνατα καὶ «ζαρώνω», Ἡλιόδ. 7. 7, Νόνν. Δ. 43. 47˙ ὑπ. τινί, κάμπτομαι, ταπεινοῦμαι ἐνώπιόν τινος, ὁ αὐτ. 47. 627˙ - μεταφορ., ἐπὶ λύχνου ἑτοίμου νὰ σβεσθῇ, Ἀνθ. Παλ. 5. 279. ΙΙ μεταβ., [[κατακάμπτω]] τινά, ὑπ. αὑτούς τινι Λόγγ. 3. 8. - Παθ., Παύλου Σιλ. Ἔκφρ. Ἁγ. Σοφ. 251, 735.
|lstext='''ὑποκλάζω''': [[ὀκλάζω]] ὀλίγον κατὰ μικρὸν [[κάμπτω]] τὰ γόνατα καὶ «ζαρώνω», Ἡλιόδ. 7. 7, Νόνν. Δ. 43. 47˙ ὑπ. τινί, κάμπτομαι, ταπεινοῦμαι ἐνώπιόν τινος, ὁ αὐτ. 47. 627˙ - μεταφορ., ἐπὶ λύχνου ἑτοίμου νὰ σβεσθῇ, Ἀνθ. Παλ. 5. 279. ΙΙ μεταβ., [[κατακάμπτω]] τινά, ὑπ. αὑτούς τινι Λόγγ. 3. 8. - Παθ., Παύλου Σιλ. Ἔκφρ. Ἁγ. Σοφ. 251, 735.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ΜΑ<br /><b>1.</b> [[λυγίζω]] λίγο τα γόνατα («[[ὕπτιος]] [[αὐτοκύλιστος]] ὑπώκλασε ταῡρος ἀρούρη», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>2.</b> (με δοτ.) ταπεινώνομαι [[μπροστά]] σε κάποιον<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για λύχνο) [[σβήνω]] [[σιγά]] [[σιγά]] («ἄρχεται ἤδη [[λύχνος]] ὑποκλάζειν ἦκα μαραινόμενος», Παύλ. Σιλ.)<br /><b>4.</b> <b>(μτβ.)</b> [[κάμπτω]], [[λυγίζω]] («ὑποκλάσαντες αὐτοὺς ταῑς μητράσιν», Λόγγ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀκλάζω]] «[[κάθομαι]] με κεκαμμένα τα σκέλη»].———————— <b>(II)</b><br />Α<br />[[βογγώ]], [[γογγύζω]] λίγο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κλάζω]] «[[βγάζω]] οξύ, διαπεραστικό ήχο, [[κράζω]]»].
}}
}}