3,277,180
edits
(6_22) |
(44) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπόλειμμα''': τό, τὸ ὑπολειπόμενον, «ἀπομεινάρι», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 10, π. Ζ. Γεν. 2. 6, 41 καὶ 44, Θεόφρ., κλπ. | |lstext='''ὑπόλειμμα''': τό, τὸ ὑπολειπόμενον, «ἀπομεινάρι», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 10, π. Ζ. Γεν. 2. 6, 41 καὶ 44, Θεόφρ., κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το / [[ὑπόλειμμα]], -είμματος, ΝΜΑ [[ὑπολείπω]]<br />[[καθετί]] που μένει ως [[υπόλοιπο]], [[απομεινάρι]] (α. «έφαγε ό,τι [[υπόλειμμα]] φαγητού βρήκε» β. «ὑπολείμματα πολλὰ ὑγρότητος γονίμου», Θεόφρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(γεωπ.)</b> η [[ποσότητα]] φυτοφαρμάκων που παραμένει [[μέσα]] στους ιστούς ενός φυτού ή στην επιφάνειά τους, [[μετά]] από ορισμένο [[χρονικό]] [[διάστημα]] ή [[κατά]] τη [[συγκομιδή]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «υπολείμματα καλλιέργειας» — φυτά ή τμήματα [[φυτών]] που μένουν στον αγρό [[μετά]] τη [[συγκομιδή]]. | |||
}} | }} |