Anonymous

ὑποχόνδριος: Difference between revisions

From LSJ
44
(6_15)
(44)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποχόνδριος''': -ον, ([[χόνδρος]]) ὁ ὑπὸ τοὺς χόνδρους τοῦ ὀστοῦ τοῦ στέρνου, [[πάθη]] ὑπ., κατὰ τὸ [[μέρος]] τοῦτο τοῦ σὠματος Ἀριστ. Προβλ. 30. 1, 10. ΙΙ. ὑποχόνδριον, τό, ὑποχόνδρια, τά, τὰ μαλακὰ μέρη τοῦ σώματος τὰ ὑπὸ τοὺς χόνδρους τοῦ στήθους καὶ [[ὑπὲρ]] τὸν ὀμφαλόν, Λατ. hypochondria, τὸ δεξιὸν ὑπ. Ἱππ. Ἀφ. 1251, κ. ἀλλ.· «τὸ μὲν ὑπὸ τὸν ὀμφαλὸν [[ἦτρον]], τὸ δὲ [[ὑπὲρ]] τὸν ὀμφαλὸν ὑποχόνδριον, τὸ δὲ κοινὸν ὑποχονδρίου καὶ λαγόνος χολὰς» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 1· ― παρὰ τῷ Κέλσῳ ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ praecordia, πρβλ. Foës. Oec. Hipp. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ. καὶ Μέγ. Ἐτυμ. 784, 32: «ὑποχόνδρια, τὰ ἀκροστήθια τὰ ὑπὸ τὴν λαγόνα», ὁμοίως καὶ κατὰ Φώτ.
|lstext='''ὑποχόνδριος''': -ον, ([[χόνδρος]]) ὁ ὑπὸ τοὺς χόνδρους τοῦ ὀστοῦ τοῦ στέρνου, [[πάθη]] ὑπ., κατὰ τὸ [[μέρος]] τοῦτο τοῦ σὠματος Ἀριστ. Προβλ. 30. 1, 10. ΙΙ. ὑποχόνδριον, τό, ὑποχόνδρια, τά, τὰ μαλακὰ μέρη τοῦ σώματος τὰ ὑπὸ τοὺς χόνδρους τοῦ στήθους καὶ [[ὑπὲρ]] τὸν ὀμφαλόν, Λατ. hypochondria, τὸ δεξιὸν ὑπ. Ἱππ. Ἀφ. 1251, κ. ἀλλ.· «τὸ μὲν ὑπὸ τὸν ὀμφαλὸν [[ἦτρον]], τὸ δὲ [[ὑπὲρ]] τὸν ὀμφαλὸν ὑποχόνδριον, τὸ δὲ κοινὸν ὑποχονδρίου καὶ λαγόνος χολὰς» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 1· ― παρὰ τῷ Κέλσῳ ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ praecordia, πρβλ. Foës. Oec. Hipp. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ. καὶ Μέγ. Ἐτυμ. 784, 32: «ὑποχόνδρια, τὰ ἀκροστήθια τὰ ὑπὸ τὴν λαγόνα», ὁμοίως καὶ κατὰ Φώτ.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[ὑποχόνδριος]], -ον, ΝΜΑ, και [[υποχόντριος]] Ν<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από τους πλευρικούς χόνδρους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το υποχόνδριο</i><br /><b>ανατ.</b> καθένα από τα δύο [[πλάγια]] τμήματα της άνω κοιλίας που βρίσκονται [[κάτω]] από το σύστοιχο πλευρικό [[τόξο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[υποχονδριακός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χόνδρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>. Τη λ. με την επιστημονική σημ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>hypochondria</i>) και οι νεώτερες γλώσσες (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>hypochonder</i>, γαλλ. <i>hypocondre</i>)].
}}
}}