Anonymous

ὑψαύχενος: Difference between revisions

From LSJ
44
(6_16)
(44)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑψαύχενος''': -ον, = [[ὑψαύχην]], Χρησμ. Σιβ. 8. 37· τὸ γαῦρον καὶ ὑψαύχενον Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 338Α.
|lstext='''ὑψαύχενος''': -ον, = [[ὑψαύχην]], Χρησμ. Σιβ. 8. 37· τὸ γαῦρον καὶ ὑψαύχενον Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 338Α.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ὑψαύχενος]], -ον, ΝΜΑ, και ύψαύχην, -ενος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>μτφ.</b> [[υπεροπτικός]], [[αλαζόνας]], [[ακατάδεχτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[άλογο]]) αυτός που κρατά [[ψηλά]] το [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> (για [[φιάλη]]) αυτός που έχει ψηλό λαιμό<br /><b>3.</b> (για [[κάθισμα]]) αυτός που έχει ψηλό [[ερεισίνωτο]], ψηλή [[ράχη]]<br /><b>4.</b> (για [[δέντρο]]) [[ψηλός]] («ἐλάτην ὑψαύχενα ἴδοιμ' ἄν», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>αύχενος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐχήν]], -[[ένος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἐρι</i>-<i>αύχην</i>].
}}
}}