Anonymous

φαιρίδδω: Difference between revisions

From LSJ
44
(6_23)
(44)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''φαιρίδδω''': Λακ. ἢ Βοιωτ. ἀντὶ [[σφαιρίζω]], «φαιρίδδειν (Λακ.). σφαιρίζειν» Ἡσύχ. Ahrens D. D. σ. 97.
|lstext='''φαιρίδδω''': Λακ. ἢ Βοιωτ. ἀντὶ [[σφαιρίζω]], «φαιρίδδειν (Λακ.). σφαιρίζειν» Ἡσύχ. Ahrens D. D. σ. 97.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> <b>βλ.</b> [[σφαιρίζω]].
}}
}}