Anonymous

ὑπόφορος: Difference between revisions

From LSJ
44
(Bailly1_5)
(44)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tributaire de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ὑποφέρω]].
|btext=ος, ον :<br />tributaire de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ὑποφέρω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> ο υποκείμενος σε [[φόρο]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει κοίλους πόρους<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αυτός που έχει συρίγγια («ὅσα ὑπόφορα καὶ κόλποι καὶ ἕλκη», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. με τη σημ. «υποκείμενος σε [[φόρο]]» <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]). Για τις άλλες σημ. <b>πρβλ.</b> [[ὑποφορά]] (<span style="color: red;"><</span> [[ὑποφέρω]])].
}}
}}