3,258,326
edits
(Bailly1_5) |
(44) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />chauve sur le front.<br />'''Étymologie:''' [[φαλός]]. | |btext=ος, ον :<br />chauve sur le front.<br />'''Étymologie:''' [[φαλός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[φαλακρός]] [[πάνω]] από το [[μέτωπο]], στο [[βρέγμα]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον Φρύν.) «ὁ [[οὐδέπω]] μὲν [[φαλακρός]], ὑπὸ δὲ τῆς οὐλότητος τῶν τριχῶν τὸ [[μέτωπον]] μεῑζον ἀναφαίνων»<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φάλανθον</i>- το φαλακρὸ [[μέρος]] της κεφαλής<br /><b>4.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) (ἡ) <i>Φάλανθος</i><br />[[πόλη]] της Αρκαδίας στα βόρεια της Μεγαλόπολης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για σύνθ. τ. με <i>α</i>' συνθετικό το επίθ. [[φαλός]] «[[λευκός]]» (<b>βλ.</b> και [[φαλακρός]]) και β' συνθετικό τη λ. [[ἄνθος]] (<b>πρβλ.</b> το [[ερμήνευμα]] του Φωτίου: [[φάλανθος]]·[[φαλακρός]]<br />[[ἄνθος]] γὰρ ἡλευκὴ [[θρίξ]]). Ωστόσο, [[πρόβλημα]] γεννά η [[μορφή]] του τ. [[φάλανθος]], [[αντί]] του αναμενόμενου -<i>ανθής</i> (όπως απαντά η λ. [[ἄνθος]] ως</i> β' συνθετικό), ο [[οποίος]] μπορεί, όμως, να έχει προέλθει με [[αντικατάσταση]] ενός αρχικού <i>φαλανθής</i> λόγω της χρήσης της λ. στο καθημερινό [[λεξιλόγιο]] (<b>πρβλ.</b> τα ον. <i>Μέλ</i>-<i>ανθος</i>, <i>Πολύ</i>-<i>ανθος</i>, <i>Φίλ</i>-<i>ανθος</i> από αντίστοιχα επίθ. <i>μελ</i>-<i>ανθής</i>, <i>πολυ</i>-<i>ανθής</i>, <i>φιλ</i>-<i>ανθής</i>, [[καθώς]] και [[Πάτροκλος]] [[αντί]] <i>Πατροκλής</i>. Η λ. [[φάλανθος]], [[τέλος]], χρησιμοποιήθηκε και ως ανθρωπωνύμιο και ως [[τοπωνύμιο]], ενώ απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή στο ανθρωπωνύμιο <i>parato</i>]. | |||
}} | }} |