Anonymous

φιλόδυρτος: Difference between revisions

From LSJ
45
(6_17)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλόδυρτος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ ὀδύρηται, Αἰσχύλ. Ἱκ. 69.
|lstext='''φῐλόδυρτος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ ὀδύρηται, Αἰσχύλ. Ἱκ. 69.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που του αρέσει να οδύρεται, να θρηνεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀδυρτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ὀδύρομαι]])].
}}
}}