Anonymous

φιλοχρηματιστής: Difference between revisions

From LSJ
45
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui aime à thésauriser.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[χρηματίζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui aime à thésauriser.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[χρηματίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α αυτός που επιθυμεί έντονα την [[απόκτηση]] χρημάτων, περιουσίας («ἀντὶ δὴ φιλονείκων καὶ φιλοτίμων ἀνδρῶν φιλοχρηματισταὶ καὶ φιλοχρήματοι», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χρηματιστής]] «αυτός που ασχολείται με χρηματικές εργασίες, με [[συγκέντρωση]] χρημάτων»].
}}
}}