Anonymous

φιλόποτμος: Difference between revisions

From LSJ
45
(6_17)
(45)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλόποτμος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν δυστυχίαν ἢ τὴν ἀθλιότητα, [[δυστυχής]], Πλούτ. 2. 986Ε.
|lstext='''φῐλόποτμος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν δυστυχίαν ἢ τὴν ἀθλιότητα, [[δυστυχής]], Πλούτ. 2. 986Ε.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που [[συνήθως]] [[είναι]] [[δύστυχος]], αυτός που βρίσκεται σε [[δυστυχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πότμος]] «[[μοίρα]], [[τύχη]], [[συνήθως]] κακή»].
}}
}}